αὐτόπτης

αὐτόπτης
αὐτόπτης, ου, ὁ (αὐτός, ὀπτεύω = ὁράω ‘seeing with one’s own eyes’; Hdt. et al.; Polyb. 3, 4, 13; Vett. Val. 260, 30; PSI 1314, 10; POxy 1154, 8 [both I A.D.]; Jos., Bell. 3, 432) eyewitness αὐ. γενόμενος (Dionys. Hal., Pomp. 6, 3; Maximus Tyr. 16, 3h; Jos., Ant. 18, 342; 19, 125, C. Ap. 1, 55) Lk 1:2; Papias (2:2; 12:2).—DELG s.v. αὐτός and ὁράω. M-M. TW. Spicq.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αὐτόπτης — seeing oneself masc nom sg αὐτοπτέω see with one s own eyes imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) αὐτοπτέω see with one s own eyes imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτόπτης — ο (AM αὐτόπτης, ο, θηλ. αὐτόπτις, η) αυτός που είδε κάτι με τα ίδια του τα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ (ο) + οπτης < οπ , όπωπα (παρακμ. του ορώ) (πρβλ. επόπτης, υπερόπτης)] …   Dictionary of Greek

  • αυτόπτης — ο αυτός που είδε με τα ίδια του τα μάτια: Ο πιο αξιόπιστος μάρτυρας είναι ο αυτόπτης και αυτήκοος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αὐτόπται — αὐτόπτης seeing oneself masc nom/voc pl αὐτόπτᾱͅ , αὐτόπτης seeing oneself masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοπτῶν — αὐτόπτης seeing oneself masc gen pl αὐτοπτέω see with one s own eyes pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτόπταις — αὐτόπτης seeing oneself masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτόπτην — αὐτόπτης seeing oneself masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτόπτῃ — αὐτόπτης seeing oneself masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτόπτα — αὐτόπτᾱ , αὐτόπτης seeing oneself masc nom/voc/acc dual αὐτόπτης seeing oneself masc voc sg αὐτόπτᾱ , αὐτόπτης seeing oneself masc gen sg (doric aeolic) αὐτόπτης seeing oneself masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • απομνημόνευμα — Αφήγηση για ένα γεγονός ή γεγονότα από πρόσωπο που πήρε ενεργό μέρος σε αυτά ή υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας. Το α. αποτελεί πολύτιμη ιστορική πηγή, αλλά δεν είναι πάντα απαλλαγμένο από τον προσωπικό χαρακτήρα, δηλαδή τις αντιλήψεις και τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”